- συσσιτολόγιο(ν)
- τό1) список столующихся; 2) воен, список лиц, состоящих на довольствии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
συσσιτιολόγιο — και συσσιτολόγιο, το, Ν κατάλογος τών ατόμων που παίρνουν συσσίτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συσσίτιο + λόγιο (< λόγος*), πρβλ. απουσιο λόγιο] … Dictionary of Greek